προκαταλαγχάνω

προκαταλαγχάνω
προκατα-λαγχάνω,
A obtain by lot beforehand, Sch. Pi.N.3.129.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκαταλαγχάνω — Α καταλαμβάνω κάτι με κλήρο προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω με κλήρο»] …   Dictionary of Greek

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”